- πολυσαρκία
- ηπαχυσαρκία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυσαρκία — πολυσαρκίᾱ , πολυσαρκία fleshiness fem nom/voc/acc dual πολυσαρκίᾱ , πολυσαρκία fleshiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαρκίᾳ — πολυσαρκίαι , πολυσαρκία fleshiness fem nom/voc pl πολυσαρκίᾱͅ , πολυσαρκία fleshiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαρκία — η, ΝΑ [πολύσαρκος] η ιδιότητα τού πολύσαρκου, η παχυσαρκία … Dictionary of Greek
πολυσαρκίας — πολυσαρκίᾱς , πολυσαρκία fleshiness fem acc pl πολυσαρκίᾱς , πολυσαρκία fleshiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαρκίαι — πολυσαρκία fleshiness fem nom/voc pl πολυσαρκίᾱͅ , πολυσαρκία fleshiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαρκίαν — πολυσαρκίᾱν , πολυσαρκία fleshiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
polisarcia — ► sustantivo femenino MEDICINA Obesidad o gordura exagerada de las personas. * * * polisarcia (del lat. «polysarcĭa», del gr. «polysarkía») f. Med. *Obesidad. * * * polisarcia. (Del lat. polysarcĭa, y este del gr. πολυσαρκία). f. Med. Gordura… … Enciclopedia Universal
επιπλεύρωση — η πολυσαρκία, παχυσαρκία … Dictionary of Greek
ευσαρκία — η (Α εὐσαρκία) [εύσαρκος] νεοελλ. πολυσαρκία αρχ. 1. η καλή κατάσταση, η ευρωστία τού σώματος («εὐσαρκία και ἀσαρκίᾳ», Αριστοτ.) 2. (για καρπό) η μεστότητα … Dictionary of Greek
σάρκωση — η / σάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σαρκῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρκώνω, σαρκοπλασία νεοελλ. μσν. εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) ενσάρκωση αρχ. 1. σαρκώδες βλάστημα στη μύτη, σάρκωμα 2. πολυσαρκία … Dictionary of Greek